Τιμής ένεκεν στους τοίχους της Αθήνας 1941-19…
1959
Το έργο εκτίθεται στη μόνιμη έκθεση
Ζωγραφική
Μικτή τεχνική σε καμβά
130 x 150 εκ.
Δωρεά της Μαρίας Λίνας Κανιάρη, 2014
Αρ. Εισ. 992/14
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, ο Βλάσης Κανιάρης, από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της ελληνικής μεταπολεμικής τέχνης, στρέφεται σε μια «κοινωνιολογία του πραγματικού» διερευνώντας τη λειτουργία του έργου τέχνης ως κοινωνική μαρτυρία. Εκκινώντας από την πρόθεση να «ξαναδημιουργήσει την εικόνα καθώς και την αίσθηση των τοίχων στην Αθήνα της Κατοχής», ο Κανιάρης θα ξεκινήσει το 1959 τη σειρά έργων Τιμής ένεκεν στους τοίχους της Αθήνας 1941–19…. Τα έργα παράγονται μέσα από μια χειρονομιακή διαδικασία αλλεπάλληλων επιστρώσεων γύψου, υφασμάτων, χαρτιών, παλίμψηστων γραφών, χαράξεων και αποσβέσεων, με σκοπό να συμπυκνωθεί και να διασωθεί η μνήμη του αστικού δημόσιου χώρου σε μια από τις πιο τραγικές περιόδους της ελληνικής ιστορίας. Κατά τη διαδικασία αυτή, ο Κανιάρης οικειοποιείται και μεταγράφει με κόκκινο χρώμα αποσπάσματα από τον δημόσιο λόγο της Αντίστασης και του Απελευθερωτικού Αγώνα, όπως αποτυπώθηκαν σε συνθήματα στους τοίχους της Αθήνας στη γερμανική κατοχή, όχι χωρίς αναγωγές στην πρόσφατη για τον καλλιτέχνη μετεμφυλιακή πραγματικότητα. Το γράμμα E, που διακρίνεται στο έργο, θα μπορούσε να διαβαστεί ως το αρχικό γράμμα αντιστασιακών οργανώσεων όπως το EAM και ο ΕΛΑΣ ή απλώς ως το αρχικό γράμμα της λέξης Ελευθερία. Ο θεματικός και μορφολογικός προσανατολισμός στο πραγματικό ενισχύεται στα έργα των επόμενων ετών, στα οποία εμφανίζονται ακρωτηριασμοί και γυψώματα ανθρώπινων μελών και αντικειμένων. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, η χρήση του γύψου θα συσχετιστεί από τον καλλιτέχνη με «ένα συγκεκριμένο γύψωμα, το οποίο υφίστανται όλοι στην Ελλάδα από τότε που έγινε το στρατιωτικό πραξικόπημα το 1967». Μετά και την έκθεση του καλλιτέχνη στη Νέα Γκαλερί το 1969, έργα της ενότητας, όπως οι Όψεις του ρατσισμού II που δημιουργεί το 1970 στο Παρίσι, θα αποτελέσουν με τον άμεσα αναφορικό τους χαρακτήρα σύμβολα της αμφισβήτησης και της απελευθερωτικής λειτουργίας της τέχνης απέναντι στις ακραίες συνθήκες της στέρησης ελευθεριών και της πολιτικής καταπίεσης. Τα έργα Συνύπαρξη και Κουτσό του Βλάση Κανιάρη δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο της ενότητας Μετανάστες (1971–1976), που αναπτύχθηκε αρχικά στο Παρίσι και στη συνέχεια στο Βερολίνο, με την υποστήριξη του οργανισμού DAAD, και παρουσιάστηκε στην περιοδεύουσα έκθεση με τίτλο Gastarbeiter–Fremdarbeiter [Φιλοξενούμενοι εργαζόμενοι – Ξένοι εργαζόμενοι] στη Γερμανία και την Αγγλία το διάστημα 1975–1976. Ο όρος Gastarbeiter χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει το φαινόμενο της μαζικής μετανάστευσης φτηνού ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού από χώρες του ευρωπαϊκού Νότου στην κεντρική Ευρώπη κατά τις δεκαετίες 1950–1970, στο πλαίσιο διακρατικών συμφωνιών με σκοπό τη μεταπολεμική βιομηχανική ανασυγκρότηση. Από τα σημαντικότερα έργα της ενότητας, το Κουτσό είναι ένα περιβάλλον από ακέφαλα ανδρείκελα που στέκονται σε ένα δάπεδο με το σχέδιο για το παιχνίδι «κουτσό», στο οποίο οι αριθμοί αντικαθίστανται από λέξεις που σχετίζονται με τους μηχανισμούς της μεταναστευτικής πολιτικής και τα στάδια ένταξης του «φιλοξενούμενου» εργατικού δυναμικού. Μέσα από μια διαδικασία επεξεργασίας επιστημονικών στοιχείων και επιτόπιας έρευνας, ο Κανιάρης επικεντρώνεται σε αφηγήσεις, φωνές, χειρονομίες, καθημερινά αντικείμενα γύρω από τις οικονομικοκοινωνικές συνθήκες επιβίωσης των «φιλοξενούμενων εργατών», αναδεικνύοντας όψεις της αβέβαιης πραγματικότητας του εκτοπισμού, του κοινωνικού αποκλεισμού, της εθνικής προέλευσης και της αμφισβητούμενης υπηκοότητας.
Τίνα Πανδή, κείμενο από τον οδηγό της μόνιμης έκθεσης ENTER EMΣΤ : Συλλογή & Ιστορία, Ένας σύντομος οδηγός, 2020